- βωβός
- βλ. βουβός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βωβός — dumb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωβά — βωβός dumb neut nom/voc/acc pl βωβά̱ , βωβός dumb fem nom/voc/acc dual βωβά̱ , βωβός dumb fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωβαί — βωβός dumb fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωβοί — βωβός dumb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωβούς — βωβός dumb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωβώ — βωβός dumb masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Babis vovos — Das Logo des Unternehmens Babis Vovos International Construction (BVIC), griechisch: Μπάμπης Βωβός Διεθνής Τεχνική (ΜΒΔΤ), kurz babis vovos, ist ein führendes Bauunternehmen in Griechenland. Geführt wird es vom Firmengründer Babis Vovos und… … Deutsch Wikipedia
Áris Vovós — en 2008 à l Acropole. Armódios « Áris » C. Vovós (en grec : Αρμόδιος «Άρης» Βωβός), né le 21 octobre 1964 à Athènes, est un pilote de rallyes … Wikipédia en Français
βουβός — ή, ό (AM βωβός και Μ βουβός, ή, όν) αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος 2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική αρχ. φρ. «βωβά πρόσωπα» πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία… … Dictionary of Greek
μουγγός — ή, ό (Μ μουγγός και μογγός, ή, όν) αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος νεοελλ. 1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος 2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.). επίρρ … Dictionary of Greek